- σαπωνικός
- η , ό[ν] мыльный, относящийся к мылу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαπωνικός — ή, ό, Ν [σάπων] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο σαπούνι … Dictionary of Greek